Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Μαρίζα Κωχ - Αναμνήσεις από την εποχή των μπουάτ

Ένα ενδιαφέρον κείμενο με άρωμα δεκαετίας του '60 σας κερνώ σήμερα. Ευχαριστώ θερμά τον Ηρακλή Οικονόμου που μου επέτρεψε την αναδημοσίευση από το ιστολόγιό του, τα Μουσικά Προάστια.




Η ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΠΟΥΑΤ


"Ως μαθήτρια στο Ελληνικό Ωδείο Ηλιούπολης, βρέθηκα μέσα σ’ ένα κλίμα μαθητών και μουσικών που είχαν ήδη εμπλακεί στο μουσικό κίνημα του «Νέου Κύματος». Αυτοί με παρέσυραν στο ξενύχτι της μπουάτ - ήταν άγρια ξενύχτια αυτά, κρατούσαν μέχρι τις 4 το πρωί! Πολλοί γονείς είχαν κλάψει. Σου μιλάω για τις παραμονές της δικτατορίας, ’66 - ’67. Οι χώροι αυτοί ήταν πάντοτε μικροί και πάντοτε με ένα όργανο που συνόδευε τον τραγουδιστή, χωρίς μικρόφωνα. Θυμάμαι την Καίτη Χωματά, τον Κώστα Χατζή, την Πόπη Αστεριάδη, τον Γιάννη Σπανό… Σε μια χρονιά είχα μπει σε όλες τις τότε μπουάτ, στη «Ρουλότα» όπου και πρωτοτραγούδησα το ’66. Επειδή ήμουν παιδί του Ωδείου, τραγούδησα το «Άβε Μαρία»… και άρχισα να έχω προτάσεις για συνεργασία. Μετά γνώρισα τα «Ταβάνια», τραγούδησα κι εκεί.

Εκεί, ένα βράδυ, είχε έρθει και ο Μίκης Θεοδωράκης, και μου πρότεινε να τραγουδήσω στη μπουάτ «Τζάκι», στην οδό Μουρούζη. Εκεί εμφανιζόταν ο ίδιος με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη, και τους μουσικούς του, τον Διδήλη, τον Καρνέζη, τον Παπαδόπουλο. Εκεί είχε παίξει και ο Χατζιδάκις με τη Μούσχουρη. Εκεί ήταν η πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης, και η Πυροσβεστική, και νοιώθαμε κάπως προστατευμένοι, γιατί ήταν και η εποχή των Λαμπράκηδων και ήμασταν εκτεθειμένοι. Πήγα εκεί, τραγούδησα, ήταν μία από τις πρώτες περιπτώσεις μπουάτ όπου μπήκε μέσα ένα ολόκληρο μουσικό συγκρότημα. Εκεί ο Θεοδωράκης έγραψε το «Η ηλικία της γειτονιάς μου» και το τραγουδούσα εγώ σε πρώτη εκτέλεση. Η νύχτα της 21ης Απριλίου μας βρήκε εκεί μαζεμένους με τον Μίκη. Καθώς βγαίναμε έξω μετά το τέλος του προγράμματος, στις 2 τα ξημερώματα, απλώνει τις χερούκλες του και λέει: «Αυτός ο ήχος είναι από τανκς». Για μας ήταν πρωτόγνωρος θόρυβος. Μας λέει: «Καθένας στα σπίτια σας, και πείτε στη Μυρτώ ότι είμαι καλά». Εκεί σταμάτησε και η επαφή μου με τις μπουάτ.

Εκείνη τη χρονιά γνώρισα και τον Νίκο Χουλιαρά, ηχογραφήσαμε δύο τραγούδια του. Η εταιρεία «Λύρα» και ο Πατσιφάς προωθούσαν το κίνημα. Μόλις με πήγε ο Χουλιαράς στο στούντιο της Columbia, ήταν εκεί και ο Πατσιφάς. Μόλις με άκουσε να τραγουδάω, βάζει μια φωνή μέσα από τα ακουστικά: «τι αδέσποτη φωνή είναι αυτή… δεν μπορείς να τη μαζέψεις λιγάκι;» Έπαθα τέτοιο σοκ που δεν τραγούδησα, έφυγα με κλάματα, και μετά ο Νίκος, τρυφερός άνθρωπος, μου είπε: «μη σε νοιάζει, θα κατεβάσουμε τα τραγούδια στον τόνο που θέλει ο κύριος Πατσιφάς» και μπόρεσα και τραγούδησα. Τόσο πολύ άρεσε η χαμηλόφωνη αυτή ερμηνεία ώστε όταν ο Λοΐζος έγραψε τη «Θαλασσογραφία» μέσα στη δικτατορία, ’68-’69, με παρακάλεσε να τραγουδήσω σε αυτές τις συχνότητες το «Νανούρισμα» και το «Μήνυμα». Με ήθελαν, μπορούσα να προχωρήσω και να γίνω μια τραγουδίστρια αυτού του ύφους, να τραγουδάω χαμηλόφωνες μπαλάντες, όμως για μένα αυτό ήταν σκλαβιά.

Αφότου ηχογράφησα τα τραγούδια του Λοΐζου, φύγαμε με τον Λοΐζο και τη Μάρω, τη γυναίκα του, στο Λονδίνο. Μέναμε σε διπλανά δωμάτια, φοιτητικά. Τραγουδούσα κάποια σαββατοκύριακα σε μικρούς χώρους, και εξασφαλίζαμε το βούτυρο στο ψωμί, και μόνο. Ακολούθησα και τη Φαραντούρη στο Scala Theater όπου έκαναν συναυλίες για τον αγώνα. Εγώ μεγάλωνα και το παιδί μου εδώ και πηγαινοερχόμουν πολύ συχνά. Ήμασταν πολλοί εκείνο τον καιρό επάνω, άλλοι είχαν σκορπίσει στη Γαλλία, άλλοι στην Ιταλία.

Μετά ξαναγύρισα, το ’69, και γνώρισα τον Σαββόπουλο εδώ, ο οποίος μου λέει: «το χειμώνα έχει ‘Ροντέο’, έρχεσαι;» Είχε το χαρακτήρα μπουάτ και το «Ροντέο», είχε τις αναλογίες: το στριμωξίδι, τα χαμηλά καθίσματα, τα πηγαδάκια, το ξενύχτι, αλλά όπως και στο «Τζάκι» είχαμε μιαν ορχήστρα, και φυσικά το Διονύση να ροκάρει, τα πρώτα τραγούδια του Ντύλαν μεταφρασμένα, ένα παράθυρο στις μουσικές του κόσμου. Εγώ είχα αρχίσει να γράφω τραγούδια δικά μου και ενδιαφερόμουν πάρα πολύ να βάλω ήχο ηλεκτρικό στα παραδοσιακά τραγούδια. Ξεκίνησα όμως να τα τραγουδάω μόνο με κρουστά με τον Νίκο Τσιλογιάννη, ο οποίος πέρυσι όταν άνοιξε το Κύτταρο ήρθε και παίξαμε μαζί. Εγώ τραγουδούσα τα δημοτικά ώσπου να βρω τον ήχο που ήθελα, ήταν ο Johnny Labinski στην κιθάρα, ο Βασίλης Ντάλας στο μπάσο… Αυτό είχε μεγάλη επιτυχία σαν μουσική πρόταση. Δεν ήταν κάτι το εγκεφαλικό, ήταν μια παρόρμηση με το θάρρος της άγνοιας, της νεανικής τόλμης, όπως θες πες το. Παρότι έγραφα τραγούδια, δεν ήθελα να τραγουδήσω λογοκριμένα κείμενα. Είπα όχι, «Κυρά-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει»… εγώ δεν θα μπω στην ίδια κατηγορία, δεν θα περάσω από τα ίδια μονοπάτια. Αργήσαμε να καταλάβουμε ότι στη λογοκρισία είχες δικαίωμα να αφαιρέσεις, δεν είχες δικαίωμα να προσθέσεις, και μάθαμε να αφαιρούμε στίχους και να βγαίνει άλλο νόημα, και έτσι άρχισα να βγάζω και τα τραγούδια μου.

Μετά τον Διονύση που παίξαμε δυο χειμώνες, το μεθεπόμενο καλοκαίρι, το ’70, πήρα κάποιους μουσικούς από τα Μπουρμπούλια, έφτιαξα ένα συγκρότημα μικτό, και τραγούδησα σε μια ταράτσα πάνω από τα «Ταβάνια», στη μπουάτ «Μεταξύ μας». Εκεί στην ταράτσα βαφτίστηκα, δεν είχα ακόμα ηχογραφήσει τον «Αραμπά». Σταδιακά ήρθε και η αποδοχή αυτού του πράγματος. Δημιουργείται και το συγκρότημα «Ανάκαρα» στον ίδιο χώρο, εμφανίζεται και ο Γκαϊφύλλιας. Τη δε μπουάτ την έφτιαξε η αδερφή μου. Ταυτόχρονα, πηγαίναμε σε κάποια παραθαλάσσια καφενεδάκια, ζητούσαμε ρεύμα, βάζαμε τους ενισχυτές στη μπρίζα, ήταν το πάλκο μας! Έτσι δέθηκαν τα κομμάτια. Θυμάμαι ότι η μητέρα μου μας έφτιαχνε ψευτο-κεφτέδες Σαντορίνης και τρώγαμε. Πάντα είχαμε τη χαρά να παίρνουμε ένα ταψί, και καφέδες και αναψυκτικά από το καφενείο που μας έδινε ρεύμα. Πάνω στο κύμα δουλεύτηκαν όλα.

Μπουάτ για μένα σημαίνει η εποχή που έχει μικρά καρεκλάκια και μεγάλο στριμωξίδι. Ένας προβολέας αυτοκινήτου πάνω στη σκηνή, καμία ωραιοποίηση, γυμνή αλήθεια. Οι μπουάτ υπήρξαν η γυμνή αλήθεια της μουσικής μας. Το ότι υπήρχαν «Μικρές Κυκλάδες» και τα τόσα τραγούδια του Χατζιδάκι έδωσαν ένα σημείο αναφοράς στους νεαρούς και τις νεαρές που έγραφαν τα τραγούδια τους. Στους χώρους υπήρχε κάτι από μια μουσικο-φιλολογική ατμόσφαιρα. Μέσα από τις μπουάτ γεννιόταν πολιτισμός, γιατί δεν ήταν δυνατόν ένας παρευρισκόμενος να μη γνωρίζει Ρεμπώ, Λόρκα, Λαπαθιώτη, Καρυωτάκη. Υπήρχε ένα κοινό μέτωπο, που μεγάλωνε. Υπήρχε μια απολύτως πολιτική διάσταση. Ο κόσμος μαζευόταν και για να επικοινωνήσει, παίρναμε την αλληλογραφία και την πηγαίναμε Αγγλία, με αρχηγό τη Γκαίηλ Χολστ, που δεν την ψάχνανε λόγω διαβατηρίου. Μην τα γράψεις αυτά, δεν θέλω να ηρωοποιηθώ. Όλα αυτά γίνονταν στη μπουάτ.

Μετά τη μεταπολίτευση πήραν άλλο χαρακτήρα τα στέκια. Αργότερα, φύγαμε από το μεγάλο μεροκάματο επειδή δεν βρίσκαμε το κοινό μας μπροστά μας. Μπήκανε γιγαντοαφίσες και ήρθε ένας κόσμος της Εκάλης, σαν να λέμε, οι νεόπλουτοι. Δεν μπορούσαμε να ανθίσουμε, και εμείς θέλαμε να ανθίσουμε, ξέραμε τι χαρά είναι να ανθίζεις. Στην Πλάκα μετά τη μεταπολίτευση, το ’74, έσκασε μύτη μια ομάδα ανθρώπων με πολλά χρήματα, οι οποίοι ήταν από τη Λαχαναγορά. Χρηματοδότησαν το «Θεμέλιο», την «Αρχόντισσα», τρεις-τέσσερις μπουάτ που μεγάλωσαν και έγιναν «σαν βαπόρια». Αυτοί έρχονταν με τις τσέπες γεμάτες χιλιάρικα, δέσμες. Άλλαξαν οι καρέκλες, έγιναν καθίσματα καφενείου, ήρθαν τα μεγάλα μεροκάματα, μπήκαν οι νέοι καλλιτέχνες, οι φίρμες της εποχής…"


Μαρίζα Κωχ

Δεν υπάρχουν σχόλια: