Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Σταύρος Κουγιουμτζής - Αφιέρωμα / Πρώτο μέρος: βιογραφικά στοιχεία και το πρώτο τραγούδι

Μικρασιάτης στην καταγωγή, ο Σταύρος Κουγιουμτζής γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1932 στη Θεσσαλονίκη, σ' έναν προσφυγικό συνοικισμό κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ. Τριών χρονών ορφάνεψε από πατέρα κι έμεινε να μεγαλώνει με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Πέρασε πολύ δύσκολα και φτωχικά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. «Στην εποχή μου δεν υπήρχαν μόνο φτωχοί, υπήρχαν και «υπόφτωχοι». Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκα», έλεγε κάποτε ο ίδιος.

Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν τα τραγούδια που έφεραν μαζί τους από τις πατρίδες τους οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες. Το σμυρναίικο αρχικά κι αργότερα και το λαϊκό τραγούδι πότισαν τις πρώτες αναμνήσεις του. Στα πέντε του χρόνια η μητέρα του του αγόρασε ένα γραμμόφωνο και καμιά δεκαριά πλάκες (έτσι ονομάζονταν τότε οι δίσκοι) με σμυρναίικα τραγούδια και κάνα δυο οπερέτες. Μαζί μ' αυτό περνούσε πολλές ώρες κάθε μέρα. Έγινε το αγαπημένο του παιχνίδι. Μαγευόταν από τις πολύχρωμες ζωγραφιές που είχαν οι ετικέτες των δίσκων.

Στα έντεκά του χρόνια κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, ο μικρός Σταυράκης για να βοηθήσει τη μητέρα του έγινε μικροπωλητής. Πουλούσε πότε τσιγάρα, πότε σταφιδόψωμα, πότε κουλούρια. Ήταν όμως ντροπαλός και δεν είχε καθόλου εμπορικό ταλέντο κι έτσι τις περισσότερες φορές γυρνούσε στο σπίτι ξεθεωμένος με μόνο κέρδος μερικά ξεραμένα κουλούρια. Εκείνη την εποχή η μητέρα του γνώρισε τον δεύτερο σύζυγό της. Ο γάμος όμως απέτυχε κι εκείνος μια μέρα εξαφανίστηκε, έχοντας προλάβει όμως να χαρίσει στον Σταύρο μια μικρή αδερφή, τη Μαρία Κουγιουμτζή, λογοτέχνιδα σήμερα, την οποία τότε συχνά φρόντιζε εκείνος, καθώς η μητέρα τους εργαζόταν.

Το τέλος της κατοχής ουδεμία βελτίωση έφερε στη ζωή της οικογένειας. Ο μικρός Σταύρος εξακολουθούσε να εργάζεται πότε εδώ και πότε εκεί για να συνεισφέρει με το μεροκάματό του στον οικογενειακό κορβανά. Εκεί γύρω στα δεκαπέντε του χρόνια εργαζόταν παραγιός σ' ένα ατελιέ ζωγραφικής. Κάποιο απόγευμα του ζητήθηκε να παραδώσει σ' έναν πελάτη μιαν επιγραφή. Στην επιστροφή πήρε μια αθώα απόφαση που όμως έμελλε να του αλλάξει ολόκληρη τη ζωή. Αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο προς τον Λευκό Πύργο και να επιστρέψει στο μαγαζί παραλιακώς, για να χαζέψει και τα καΐκια.

Κατεβαίνοντας, λοιπόν, την Παύλου Μελά άκουσε να παίζει ένα πιάνο. «Ο ήχος του ερχόταν από ένα σπίτι με ανοιχτά παράθυρα και κλειστά παντζούρια. Πιάνο είχα ακούσει κι άλλες φορές στον κινηματογράφο σε καουμπόικα έργα, αλλά δε μου είχε κάνει ποτέ καλή εντύπωση. Εκεί ήταν κάτι σαν γελοιογραφία και το πιάνο και ο πιανίστας, που πάντα έσκυβε για να μη φάει καμιά σφαίρα. Εδώ όμως ήταν κάτι άλλο αυτό που άκουγα. Ένας μαγικός κόσμος. Κάτι καινούργιο άγγιζε την ψυχή μου. Γύρισα στο μαγαζί, αλλά το μυαλό μου ήταν στο πιάνο και στη μουσική που άκουσα. Εκείνο το βράδυ δεν πήγα στο σχολείο. Δεν είχα καμιά όρεξη για εξισώσεις και τριγωνομετρίες. Άλλωστε, ποτέ δεν είχα όρεξη για τέτοια. Ξάπλωσα στο ντιβάνι μου και ονειροπολούσα μέχρι αργά, που με πήρε ο ύπνος», έγραψε αργότερα ο ίδιος. Από τη στιγμή εκείνη ένα πράγμα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του: πώς να μπει στον κόσμο της μουσικής.

Ρωτώντας πληροφορήθηκε για το Κρατικό Ωδείο κι έτσι ένα μεσημέρι ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά του νεοκλασικού διώροφου κτιρίου και χτύπησε την πόρτα τής γραμματείας. Έφυγε όμως πικραμένος, γιατί κρίθηκε μεγάλος για να μάθει πιάνο. Η λαχτάρα εξακολουθούσε να τον κατατρώει. Κι έτσι, ένα φθινοπωρινό απόγευμα της επόμενης χρονιάς ξαναπέρασε την πόρτα του ωδείου πιο θαρρετά αυτή τη φορά κι αποφασισμένος να μιλήσει με τον ίδιο τον διευθυντή αν χρειαζόταν. Δεν χρειάστηκε. Ο επιστάτης, μάλλον εντυπωσιασμένος απ' την αποφασιστικότητα του νεαρού Κουγιουμτζή, τον οδήγησε σε μιαν αίθουσα όπου βρίσκονταν μια κοπέλα καθισμένη σ' ένα πιάνο κι ένας νεαρός όρθιος μ' ένα βιολί στο χέρι. Η κοπέλα ήταν η Καίτη Σούρβαλη (μετέπειτα Πολυζωίδου, όταν παντρεύτηκε τον βιολιστή Χρήστο Πολυζωίδη, που σήμερα είναι καθηγήτρια πιάνου στη Μουσική Ακαδημία τού Γκρατς της Αυστρίας), ενώ ο νέος ήταν ο Δημήτρης Θέμελης, γιος του ποιητή Γιώργου Θέμελη (κι αργότερα φίλου του Σταύρου Κουγιουμτζή), που σήμερα είναι καθηγητής της μουσικολογίας στο ΑΠΘ και συνθέτης. Συμφώνησαν η κοπέλα να παραδίδει μαθήματα πιάνου δωρεάν στον Σταύρο Κουγιουμτζή, λαθραία μάλιστα, στο ωδείο, γιατί το σπίτι της ήταν μακριά.

Έτσι κι έγινε. Όμως για τη μελέτη χρειαζόταν ένα πιάνο και χρήματα για κάτι τέτοιο δεν υπήρχαν. Οπότε, για να μπορεί να μελετά ο Σταύρος Κουγιουμτζής πλήρωνε σε μια σχολή ένα μικροποσό, ώστε να χρησιμοποιεί το πιάνο που υπήρχε εκεί μια ώρα την ημέρα. Αργότερα που η μία ώρα δεν επαρκούσε πήγαινε τα μεσημέρια που έλειπαν όλοι κρυφά στο ωδείο και, σε συνεννόηση με τον επιστάτη, μελετούσε για μιαν ώρα ακόμη ή και περισσότερο. Σε δυόμισι μόλις χρόνια κατάφερε να αφομοιώσει ύλη τουλάχιστον έξι χρόνων, οπότε έδωσε εξετάσεις και μπήκε στη μέση τάξη του ωδείου ως κανονικός πια μαθητής. Το ζήτημα της πληρωμής των διδάκτρων τακτοποιήθηκε με μια βεβαίωση από την ενορία ότι ήταν άπορος. Είχαν περάσει δυο βδομάδες κι είχε κάνει τρία τέσσερα μαθήματα σαν κανονικός μαθητής της μέσης τάξης του ωδείου, όταν η καθηγήτριά του του πρότεινε κάτι εξωφρενικό: να συμμετάσχει στις επαναληπτικές εξετάσεις για την ανωτέρα τάξη που θα γίνονταν τον Ιανουάριο. Ήταν τέλη του Σεπτέμβρη, κι εκείνος έπρεπε σε διάστημα τριών μόλις μηνών να βγάλει ύλη που κανονικά διδάσκονταν σε τρία χρόνια. Ωστόσο, δέχθηκε την πρόκληση κι αφοσιώθηκε στην εντατική μελέτη. Το αποτέλεσμα ήταν πως στις εξετάσεις ήταν ο μόνος που πέτυχε.

Στη συνέχεια μελέτησε πιάνο με τον Τώνη Γεωργίου, πιανίστα με διεθνή καριέρα και σπουδαίο δάσκαλο, και πήρε πτυχίο αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας με τον Σόλωνα Μιχαηλίδη.

Από το 1952 άρχισε, για βιοποριστικούς λόγους, να εργάζεται ως πιανίστας σε διάφορα νυχτερινά κέντρα τής Θεσσαλονίκης.

Το πρώτο του τραγούδι το έγραψε το 1960, στα είκοσι οχτώ του χρόνια και δεκατρία χρόνια αφότου πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του ωδείου. Είχε τίτλο «Το περιστεράκι» και ήταν σε στίχους δικούς του. Το 1961 το έστειλε υποψήφιο για το διαγωνισμό του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και ήταν ένα από τα δεκαπέντε συνολικά τραγούδια που εγκρίθηκαν να διαγωνιστούν, μεταξύ των οποίων ήταν δύο τραγούδια τού Μάνου Χατζιδάκι («Ο κυρ Αντώνης» και «Κουρασμένο παλικάρι») κι ένα του Μίκη Θεοδωράκη («Η απαγωγή»). Το τραγούδι, που ερμήνευσε η Ζωή Κουρούκλη με διευθυντή ορχήστρας τον Κώστα Κλάβα, δεν πήρε βραβείο, απέσπασε όμως έναν έπαινο. Ακούγοντάς το ο Αλέκος Πατσιφάς προέτρεψε τον Σταύρο Κουγιουμτζή να γράψει λαϊκά τραγούδια, πράγμα που έκανε. Τα δυο πρώτα λαϊκά τραγούδια του είχαν και πάλι στίχους δικούς του κι έγιναν αμέσως επιτυχίες. Ήταν το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά» που πρωτοτραγούδησε ο Μανώλης Καναρίδης και το «Μη μου θυμώνεις, μάτια μου» που πρωτοτραγούδησε ο Γιάννης Πουλόπουλος. Αργότερα και τα δύο αυτά τραγούδια γνώρισαν μεγάλη επιτυχία όταν τα ερμήνευσε και ο Γιώργος Νταλάρας.

Το 1966 ο Σταύρος Κουγιουμτζής έγραψε τη μουσική για το θεατρικό έργο του Γιώργου Θέμελη «Το ταξίδι» που ανέβασε το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη. Τότε ήταν που γνώρισε το μεγάλο μας καραγκιοζοπαίχτη, έγιναν φίλοι και την επόμενη χρονιά ο Σπαθάρης τον πάντρεψε με την Αιμιλία Κουγιουμτζή.

Το 1967 αποφάσισε να κατεβεί στην Αθήνα, όπου άρχισε μεγάλη και μακρόχρονη συνεργασία με τη δισκογραφική εταιρεία MINOS. Ο ίδιος ήταν καλός στιχουργός, όμως προτίμησε να συνεργαστεί και με άλλους κορυφαίους στιχουργούς μας, όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Βίρβος, η Σώτια Τσώτου, ο Κώστας Κινδύνης, κ.ά. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο Σταύρος Κουγιουμτζής ήταν ο πρώτος συνθέτης μας που μελοποίησε στίχους των ποιητών μας Ντίνου Χριστιανόπουλου και Γιώργου Θέμελη τις δεκαετίες '70 και '80. Συνεργάστηκε με πολλούς απ' τους σημαντικότερους τραγουδιστές μας μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιάννης Καλατζής, ο Αντώνης Καλογιάννης, η Βίκυ Μοσχολιού, η Ελευθερία Αρβανιτάκη κι ο Δημήτρης Μητροπάνος. Έγραψε επίσης τραγούδια με τον Κώστα Σμοκοβίτη, τον Γιάννη Μπογδάνο αλλά και τη σύζυγό του, Αιμιλία Κουγιουμτζή, που διαθέτει μια φωνή εξαιρετικού ηχοχρώματος κι ευαισθησίας.

Από τη δισκογραφία του, την οποία θα παρουσιάσω εκτενώς σε μια σειρά από επόμενες αναρτήσεις, αναφέρω ενδεικτικά: «Νάτανε το 21» (1970), «Όταν ανθίζουν πασχαλιές» (1971), «Ηλιοσκόπιο» (1973), «Μικρές πολιτείες» (1974), «Λαϊκές Κυριακές» (1976), «Μικραίνει ο κόσμος» (1982), «Τρελοί και άγγελοι» (1986), «Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων» (1998), κ.ά.

Εκτός από τα υπέροχα τραγούδια του ο Σταύρος Κουγιουμτζής εξέδωσε και τα βιβλία: «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες» (συλλογή διηγημάτων, Κέδρος 2000), «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» (αυτοβιογραφικό αφήγημα, Κέδρος 2001) και «Χρόνια σαν βροχή» (απομνημονεύματα, Ιανός 2005).

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής έφυγε το Σάββατο 12 του Μάρτη του 2005 στα 73 του χρόνια από ανακοπή της καρδιάς, αφήνοντας σε όλους εμάς μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Γλυκιά από τις υπέροχες μελωδίες των τραγουδιών του και πικρή από το κενό που άφησε η διακριτική μα τόσο ουσιαστική παρουσία του στα μουσικά και γενικότερα στα πολιτιστικά πράγματα του τόπου μας. Η σπουδαία μας ποιήτρια Κική Δημουλά τον αποχαιρέτησε με τα παρακάτω λόγια: «Έσο, λοιπόν, ήσυχος ότι το έργο σου βρίσκεται σε καλά χέρια, στα οποία πολλοί δημιουργοί ονειρεύτηκαν ματαίως να πέσουν: στα φιλικά χέρια της διάρκειας. Άλλο τώρα αν αυτή έσφαλε κατάφορα, εσένα νωρίς να διακόψει. Η ανάμνησή σου είμαι σίγουρη ότι θα τιμωρήσει αυτό το λάθος της, τραγουδώντας σε ζωντανόν, και στους καιρούς που έφυγαν και στους άλλους που έρχονται».


_____________________


ΠΗΓΕΣ
Για την ανάρτηση χρησιμοποιήθηκαν οι εξής πηγές :
α) Κουγιουμτζής Σταύρος, «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια», εκδ. Κέδρος 2001.
β) Βικιπαιδεία
γ) Translatum
δ) Σοφία Ιορδανίδου - Δημοσιογράφος
ε) Φωτογραφία τού Σταύρου Κουγιουμτζή



Το περιστεράκι
Μουσική - Στίχοι: Σταύρος Κουγιουμτζής
Ερμηνεία: Ζωή Κουρούκλη

Περιστεράκι μου, σαν σε κοιτάζω
νιώθω μια θλίψη κι αναστενάζω
κι όνειρα κάνω κάθε φορά
περιστεράκι μου, νά 'χα φτερά!

Σ'όλο τον κόσμο πώς θα πετούσα
και την αγάπη θ'αναζητούσα,
θά 'ταν για μένα διπλή χαρά
περιστεράκι μου, νά 'χα φτερά!

Όταν η μέρα γλυκοχαράζει
μες στην ψυχή μου πόθος φωλιάζει
κι όλο κοιτάζω τον ουρανό
περιστεράκι μου, αχ πώς πονώ!


7 σχόλια:

Διάττων είπε...

Μπράβο αγαπητή μου φίλη. Ανοίγει η καρδιά σου με το να βλέπεις ότι υπάρχουν τέτοιες ιστοσελίδες!

Παρόλο που υπάρχουν τόσοι αξιόλογοι καλλιτέχνες στην ιστορία της ελληνικης μουσικής, καλλιτέχνες - ορόσημα (όπως κι ο τιμώμενος της ανάρτησής σου), σήμερα ο κόσμος έλκεται από οτιδήποτε ποταπό κι ελεεινό!

Εμείς, ας προσπαθήσουμε να μην μας κλονίζει αυτό κι ας συνεχίσουμε όσο κι όπως μπορούμε... Αν και στην τελική, και που "σφυροκοπάμε των ήχων τα στεφάνια", πιστεύω ότι "δουλεύουμε ανώφελα" (οι λέξειες εντός των εισαγωγικών αποτελούν παράφραση στίχων του μεγάλου Καρυωτάκη)...

Ελένη Μπέη είπε...

Διάττοντα,
εγώ λέω πως τίποτα δεν πάει χαμένο. Έτσι κι όποιες προσπάθειές μας. Γι' αυτό συνεχίζουμε με όσα νομίζουμε πως αξίζουν.

[Χρόνια πολλά και σ' εσένα. Το άλλο σχόλιο το είδα αλλά έκανα το ...θαύμα μου (μέρες που ήταν) και το έσβησα κατά λάθος.]

Vicky Papaprodromou είπε...

Για πρώτη φορά θα είμαι λακωνική. Γιατί νιώθω εκείνο τον κόμπο της συγκίνησης στο λαιμό και, αν ήσουν δίπλα μου τώρα, θα 'κανα ώρα πολλή να σου μιλήσω.

Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» θέλω μονάχα να σου πω από μένα, αλλά και για λογαριασμό της Θεσσαλονίκης όλης, της φίλης μου της Μαρίας και της φίλης μου της Αιμιλίας (είμαι σίγουρη πως θα συμφωνήσουν μαζί μου). Και συνέχισε. Εδώ είμαστε όλες κι όλοι κι εδώ θα μείνουμε ώσπου να τελειώσει αυτό το αφιέρωμα.

Υ.Γ.: Είμαι πολύ περήφανη για σένα και γι' αυτό που κάνεις σε τούτο το ιστολόγιο.

Ελένη Μπέη είπε...

Τον κόμπο που λες, Βικούλα, τον νιώθω κι εγώ κάθε που ακούω τα τραγούδια του. Εσύ καταλαβαίνεις καλά ποια είναι εκείνα που με αγγίζουν πιο πολύ. Τον ίδιο κόμπο ξανάνιωσα και πρόσφατα διαβάζοντας τα βιβλία του, που επιπλέον μου έδωσαν να καταλάβω γιατί αισθάνομαι "συγγενής" του.

Εγώ ευχαριστώ για όλη τη συμπαράσταση και τη βοήθεια.

Την περηφάνια και την ευγνωμοσύνη μας ας τις απευθύνουμε σ' εκείνον. Άντε, και στη Θεσσαλονίκη που τον "γέννησε". [Πολλά τής χρωστάμε, είν' η αλήθεια.]

Vicky Papaprodromou είπε...

E, μην το λέτε μονάχα. Δώστε κι ό,τι έχετε ευχαρίστηση για τη Θεσσαλονίκη. Στο κόστος δουλεύουμε. :-))

Υπατία η Αλεξανδρινή είπε...

Ανάρτηση μεθοδική, με σεβασμό, κυρίως όμως με πολλή αγάπη!
Τέτοιες αναρτήσεις είναι πολύτιμες, γι' αυτό και δεν "σηκώνουν" σχολιασμό. Σιωπά κανείς και απολαμβάνει...
ΥΓ: Τις (καθυστερημένες!!!) ευχές μου

Ελένη Μπέη είπε...

Υπατία,
ευχαριστώ για τη διακριτική παρουσία σου εδώ και για τα καλά λόγια.

Αντιγυρίζω εξίσου καθυστερημένα τις ευχές.