Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Ρέα Γαλανάκη, Η άκρα ταπείνωση (απόσπασμα)



Το μυθιστόρημα εστιάζεται στη νύχτα που πυρπολήθηκε η Αθήνα, την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου του 2012.

Μια πρώην φιλόλογος και μια πρώην ζωγράφος, που βρίσκονται να συγκατοικούν σε έναν «ξενώνα» του υποβαθμισμένου κέντρου, βγαίνουν κρυφά στις διαδηλώσεις. Η λοξή ματιά τους εισδύει –με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο– στην αόρατη και συμβολική πλευρά των βίαιων συγκρούσεων. Πανικοβάλλονται, χάνονται μέσα στη δική τους πόλη, εξωθούνται στην επαιτεία, χωρίς να χάσουν την προσωπική τους αίσθηση πραγμάτων. Επιστρέφοντας είναι πιο κοντά στην ανέφικτη Ιθάκη.

Ο αναρχικός γιος της μιας, ο χρυσαυγίτης μιας τρίτης που τις φροντίζει, μια νεαρή μετανάστρια και το παιδί της, ο γιατρός και η κοινωνική λειτουργός, τα φαντάσματα ενός ετοιμόρροπου αθηναϊκού σπιτιού και, φυσικά, οι νεοάστεγοι διασταυρώνονται με ποικίλους τρόπους μαζί τους είτε στη σπαρασσόμενη Αθήνα είτε λίγο αργότερα.

Σ’ αυτό το ανθρωποκεντρικό πολιτικό μυθιστόρημα, η απερχόμενη γενιά του Πολυτεχνείου ανοίγει τον δύσκολο, τον αναγκαίο, αν όχι και μοιραίο διάλογό της με τις σημερινές εξεγέρσεις, με τη μεγάλη ανατροπή της ζωής τα τελευταία χρόνια, με τη μνήμη αλλά και με την Άκρα Ταπείνωση του άστεως. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)


[...]

Ο ίδιος είχε ορμήσει αλαλάζοντας εναντίον ενός οχήματος που πλησίαζε προσεκτικά το κτήριο των κινηματογράφων, ενώ επίσης όρμησαν ακάλεστες στον νου του οι ταινίες που είχε δει εκεί, μικρό παιδάκι με τη μάνα του, μόνος του μέχρις και πριν από λίγα χρόνια. Θυμόταν πιο καθαρά την αίθουσα του Αττικόν, μεγαλόπρεπη, εκθαμβωτική, επιτομή του αστικού κύρους στον πολιτισμό του θεάματος, την πιο παλιά στην πόλη όπως είχε ακούσει, ενώ ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο ήταν έργο ωριμότητας του Ερνέστου Τσίλερ —ονόματα και αρχιτεκτονικές που δεν μετρούσαν γι' αυτόν πια, που τυπικά έπρεπε να τα εχθρεύεται, ενώ όσο σπούδαζε αρχιτεκτονική βαραίναν μέσα του πολύ. Απολάμβανε σαν θεατής την αίγλη και την ομορφιά της αίθουσας. Μα απόψε έσπρωχνε η βραδιά τον νου, την πράξη, τη ζωή, τους κατοίκους της Αθήνας, να μοιραστούν σε δυο εχθρικά στρατόπεδα. Κομμάτι του συστήματος αναδείχτηκε γι' αυτόν το κτήριο και ο πολιτισμός του, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός των κυρίαρχων ελίτ, όπως θα 'λεγε παλιότερα χωρίς να ντρέπεται για την καθαρεύουσά του. Ιδού μια άποψη που σίγουρα θα εξαγρίωνε την ηττημένη μάνα του.

Γύρισε ξανά το κεφάλι, την κοίταξε από απόσταση. Εκεί, ακλόνητη, μαζί με την Τειρεσία και τον σκοτωμένο ήρωα. Κράτησε το βλέμμα πάνω της, ενώ ήξερε πως συνέχιζε το ίδιο λάθος. Δεν είχε όμως άλλο τρόπο τώρα. Μ' αυτό το βλέμμα έπρεπε να τη ρωτήσει μονομιάς όλα τα βασανιστικά κι επίμονα ερωτήματα, που ολόκληρη ζωή δεν έτυχε, ή δεν είχε τολμήσει, να της απευθύνει. Όχι μονάχα από δική του ανασφάλεια ή από σεβασμό για την προσωπική της ιστορία. Δεν το είχε κάνει για να μην την πληγώσει πιο βαθιά, έτσι εύθραυστη που είχε αποδειχθεί η μάνα του. Κι άρχισε ένα νοερό, έναν απελπισμένο διάλογο μαζί της, με το μυαλό του καρφωμένο πάντα στις πολεμικές επιχειρήσεις: «Τι είναι, μάνα, ο πολιτισμός;». Ρητορικό και κάλπικο του φάνηκε, έτσι διατυπωμένο, το ερώτημα, μα κάτι τέτοιες ερωτήσεις, απλές κι ίσως αναπάντητες, απαιτούν μια ρητορεία, μια μαλαγανιά. «Και τι μια εξέγερση, για πες μου», συνέχισε πιο σοβαρός. «Είναι δυνατόν να μη διαφέρει το σήμερα από το χθες; Αν δεν υπάρχει επανάληψη στην Ιστορία, όπως εσύ μου έλεγες, τότε δεν μπορεί να υπάρχει επανάληψη ούτε στις διαμαρτυρίες, ούτε στις εξεγέρσεις —έτσι δεν είναι, μάνα;».

Πήρε βαθιά ανάσα, πήρε θάρρος. «Το ξέρετε, το ξέρεις μέχρι κι εσύ, η αναμάρτητη, το Πολυτεχνείο σας υπήρξε μια χαμένη πια στον χρόνο, μια ιερή ωστόσο εξέγερση, που σε πολλά προδόθηκε. Και ας ακολούθησε τη Χούντα ένα δημοκρατικό πολίτευμα, κι ας ήταν αυτό πάρα πολύ καλό —όμως για ποια δημοκρατία μιλάμε, μάνα, σήμερα; Εξαντλείται μόνο σε μια εκλογική διαδικασία η δημοκρατία; Μέσα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που εναλλάσσονται στην εξουσία, δεν καταστράφηκε η χώρα; Όχι ότι δεν φταίει και η Αριστερά, η κοινοβουλευτική εννοώ, όντας αντιπολίτευση είχε κι αυτή τον ρόλο της, δεν κυβέρνησε ωστόσο. Το ξέρεις όμως κι εσύ η ίδια, μάνα, ποτέ μια καταστροφή δεν μοιράζεται σε ίσα ακριβώς μερίδια, δεν είναι μερίδα φαγητού από τσουκάλι εστιατορίου. Καταστράφηκαν οι πιο πολλοί, ανάμεσά τους οι πιο αθώοι και οι πιο αδύναμοι, ενώ τα λαμόγια δεν χάσανε ούτε μια δεκάρα, ή χάσανε όσο γινότανε λιγότερα, κάποιοι μπορεί και να έγιναν πιο πλούσιοι πατώντας πάνω στους ταπεινωμένους.

»Πώς, λοιπόν, να μην ξεσηκωθεί ο κόσμος, μάνα, μέσα σε τούτη την πρωτοφανέρωτη καταστροφή της χώρας; Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ξεσηκωθήκατε κι εσείς τότε, πριν από μισό αιώνα —πες μου ειλικρινά, πιστεύεις πως αυτό θα ήταν δυνατόν, μάνα; Κι ας μην είναι στρατιωτική δικτατορία, που κι εγώ το πιστεύω πως δεν είναι, όμως σκέψου το λιγάκι, μάνα, γι' αυτήν εδώ τη δημοκρατία των ολίγων και των πλούσιων, γι' αυτήν εδώ την παντοδυναμία του χρήματος, που καταστρέφει τους λαούς της Ευρώπης, που καταργεί όσα κερδήθηκαν σε μακρούς κοινωνικούς αγώνες με το αίμα —πες μου, γι' αυτά πνιγήκατε τότε στο αίμα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Άλλωστε και τότε, στην αφάνταστα παλιά δική σου εξέγερση, παρά το γεγονός πως ζει ακόμη η γενιά σου, βάλατε κι εσείς φωτιές καταμεσής στους δρόμους, είχατε επίσης πυρπολήσει αυτοκίνητα, τρόλεϊ, κάδους και ό,τι άλλο βρέθηκε μπροστά σας, για να ορθώσετε οδοφράγματα στους δρόμους. Συμφωνώ, εκεί σταματήσατε, ούτε πυρπολήσεις σε κτήρια-σύμβολα, σε τράπεζες και μαγαζιά, ούτε λεηλασίες από τα μπουλούκια, και προπαντός κανείς άλλος νεκρός εκτός από τους ήρωες που αντιστάθηκαν. Αλλά μπορεί ποτέ να ξανασυμβεί το ίδιο, μάνα; Όλα δεν είναι τώρα διαφορετικά; Απάντησέ μου και σε τούτο, μάνα, κάθε διαφορετική εξέγερση δεν περιέχει κατά κάποιον τρόπο και μια διαφορετική καταστροφή; Μάνα, δες με, μεγάλωσα επιτέλους. Ή μήπως διαφωνείς επειδή σε ρωτάω τούτη τη στιγμή, έχοντας στο χέρι τα δικά μου όπλα απέναντι στο τέρας, ενώ σε άλλες, πιο ειρηνικές στιγμές και συζητήσεις, θα μπορούσες ακόμη και να συμφωνήσεις; Τι είναι το κάψιμο ενός κινηματογράφου, μάνα, που κι εγώ τον είχα κάποτε χαρεί, μπροστά στις δεκάδες αυτοκτονίες ανθρώπων τα τελευταία τούτα χρόνια, στη ζωή όσων καταστράφηκαν, όσων βγήκαν να ζήσουνε στους δρόμους, όσων γέρων ζούνε σαν ζητιάνοι από τις συντάξεις τους, όσων νέων χάνονται άνεργοι εδώ ή φεύγουν να χαθούν για τα καλά στα ξένα; Και μη μου πεις ότι σου κάνω κήρυγμα, απλά τον πόνο του δικού μου του καιρού σού περιγράφω. Μεγάλωσα πια, μάνα».

Βούρκωσε, ένα πεισματωμένο αγόρι. Γιατί το ένιωθε, εκείνο που εναγώνια της ζητούσε πίσω από τον καταιγισμό ερωτημάτων, δεν ήταν βέβαια η απάντησή της για τον τρόπο που μαχόταν. Την απάντηση την ήξερε, δεν θα συμφωνούσε η μάνα του μαζί του. Η συγγνώμη της ήταν εκείνο που ζητούσε, αλλά η μάνα του αρνιότανε να του τη δώσει. Και φοβόταν πως η απόρριψη της μάνας του για τη σημερινή βία των εξεγέρσεων, βαθμιαία θα την οδηγούσε και στη δική του απόρριψη. Κλοτσούσε σ' αυτή την ιδέα, επιμένοντας να θεωρεί τον εαυτό του και τις πράξεις του σαν μια φυσική συνέχεια της μάνας του, σωματική και ιστορική συνέχεια. Η δική του όμως μάνα θα όφειλε τουλάχιστον να τον ακούσει, αν όχι και να σεβαστεί την άποψή του. Επειδή κι εκείνος, όταν μπήκε στην οργάνωση, την απαρνήθηκε στα φανερά, μα δεν την έβγαλε ποτέ από την καρδιά του. Ωστόσο τίποτε δεν γνώριζε, τίποτε δεν ήταν δυνατόν να ξέρει, ούτε για τη φανερή απόρριψή της ούτε για την κρυφή αφοσίωσή του η μάνα του.

[...]


Από το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη Η άκρα ταπείνωση (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2015)

___________________________


Πηγή για την εικόνα: εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια: