Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Μαρία Κουγιουμτζή, Θυμός


Θυμός


Η μάνα το έχει ακόμα το σημάδι. Έχει αχνέψει πολύ, μόλις που το διακρίνεις. Αν δεν το ξέρεις ούτε που το βλέπεις. Όμως εγώ το ξέρω και το βλέπω πάντα εκεί, στη θέση του. Εκεί ακριβώς που το έκανα. Γιατί εγώ της το έκανα. Με τη μασιά. Την πυρωμένη μασιά. Κοιμόταν όταν την κατέβασα στα μούτρα της, όχι με δύναμη, απαλά, αργά, όχι με απόλαυση, με έξαρση, ότι εξόρκιζα το κακό, το κακό που έκανε εκείνη, η μάνα μου, η εικόνα μου, εκείνη ήταν το κακό, δεν ήταν μόνο του, δεν το 'φερε κανείς ξένος και τ' απόθεσε στα χέρια της, εκείνη το περιείχε στο κακιασμένο βλέμμα της, με την πυρωμένη τσιμπίδα προσπάθησα να τ' αρπάξω, να το κάψω, να το εξαφανίσω, όπως εκείνη αφάνισε μια ψυχή, όχι τη δική μου. Τη δική μου τη ροκάνιζε σιγά σιγά με λόγια μέλι, μη δίνεις, μη χαϊδεύεις, μη... μη... και χαλούσε το στομάχι της ψυχής μου, δεν άντεχα να βλέπω τη μάνα μου φίδι στον παράδεισο της άγνοιάς μου. Όταν ήμουν εφτά χρονών κατάπια ντι τι τι, κοιμόμουνα τρία μερόνυχτα, δεν ήξερε γιατί, τεμπέλα μ' έλεγε, νόμιζε, όταν της το είπα αλληθώρισε το μάτι της, μου 'δωσε μια σφαλιάρα κι έκλαψε, πήγε να μ' αγκαλιάσει μα τραβήχτηκα, έκλαψε πιο δυνατά, σιγά που... Ενώ τσιτσίρισε το δέρμα της, περίεργο, άργησε ν' αντιδράσει, κοιμόταν κι ο εγκέφαλος καθυστέρησε να δώσει σήμα, άνοιξε τα μάτια της μάλλον ήσυχα, με είδε με τη μασιά στα χέρια, δεν ξέρω πώς την κοιτούσα, τι ψυχή είχε το βλέμμα μου, πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα ως να τινάξει το σκέπασμα από πάνω της τσιρίζοντας κι άρχισε να με κυνηγάει, ενώ καθώς αυτόματα είχε φέρει το χέρι στο μάγουλό της και το 'συρε πάνω στην πληγή, απόμεινε η πέτσα του να κρέμεται, και μ' αυτό το χέρι γύρευε να μ' αρπάξει, έτρεχε ξωπίσω μου, μα πού να με φτάσει. Βγήκα στην αυλή, κατάλαβε ότι δεν θα μ' έπιανε ποτέ, κάθισε στο πεζούλι κι έκλαιγε. Ύστερα έπαψε να κλαίει και κοίταζε ίσα μπροστά μάλλον χωρίς να βλέπει. Την πλησίασα αργά, έβγαλε την παντόφλα της και μου την πέταξε. Δεν με πέτυχε.

Μέσα στη φτώχεια μας, μας περίσσευε ένα δωματιάκι, λίγο μεγαλύτερο από κοτέτσι, το νοικιάσαμε σ' έναν κακομοίρη μετανάστη που καθόλου δεν μας καλοφάνηκε. Κιτρινιάρης, ρουφηγμένος σαν φυματικός, με καφετιά αραιά δόντια, φορούσε μονίμως μια λιγδιασμένη καμπαρντίνα. Όμως δεν ήταν αυτό, ήταν το βλέμμα του, διαρκώς κατεβασμένο, λοξό, ένοχο βλέμμα. Είχε ένα καροτσάκι, πουλούσε ξηρούς καρπούς έξω απ' τους κινηματογράφους, μαζευόταν στην καμαρούλα τη νύχτα, μουλωχτά, σιγανοπατώντας κι έπεφτε να κοιμηθεί χωρίς ν' ανάψει το φως. Τα ελληνικά του μισά και στραβοκάνικα. Κάτι μου βρωμάει σ' αυτόν, είπε η μάνα μου στη νουνά μου˙ εμείς τα παιδιά το μυρίσαμε γρήγορα, αλλά δεν ξέραμε τι είδους μυρουδιά ήταν. Η Βάσω, η μεγαλύτερη απ' την παρέα μας, ψηλή, ξερακιανή, στέκα τη φωνάζαμε, άχαρη στην ηλικία των έντεκα χρόνων της, η Βάσω, λοιπόν, καθότανε και της χάιδευε το μπράτσο, μας έφερνε σακούλες τα σπόρια και τρώγαμε όλες φτύνοντας τα φλούδια με μανία σαν να φτύναμε εκείνον. Η Βάσω όλο και πιο συχνά μας έφερνε σπόρια και καραμέλες, ώσπου έφτασαν στ' αυτιά της μάνας της τα καμώματά της. Αφού την πάτησε ένα γερό ξύλο, έστειλε τον άντρα της που παραφύλαξε τον νοικάρη μας και μόλις εκείνος εμφανίστηκε σκυφτός, όρμησε και του 'ριξε δυο χαστούκια, μιλιά δεν έβγαλε, μόνο σούρθηκε ως την καμαρούλα του έμεινε εκεί κλεισμένος μέρες, η μάνα μου τον λυπήθηκε, του πήγε ένα πιάτο φαγί, μια κανάτα νερό, τ' άφησε έξω από την πόρτα του. Μετά άρχισε πάλι να πηγαίνει στη δουλειά του, αλλά εμείς δεν είχαμε σπόρια να τρώμε.

Έτυχε να πεθάνει κάποια συγγένισσά μας κι η μάνα μου έπρεπε να πάει στο ξενύχτι. Δεν ήθελα να κοιμηθώ στης νουνάς μου, είχε όλο αγόρια εκείνη, κατά σύμπτωση ο νοικάρης μας ήταν στην καμαρούλα του, η μάνα μου κοίταξε καχύποπτα την πόρτα του και φώναξε αρκετά δυνατά ώστε να την ακούσει: τον νου σου μη σε πλησιάσει ο χτικιάρης, μη σε ξεμοναχιάσει ο σιχαμένος, μακριά του, έτσι και σε σιμώσει θα σας πνίξω και τους δυο με τ' άντερά σας. Ακούς; Ήξερα πως το ακούς το 'λεγε σ' αυτόν κι όχι σε μένα. Έδεσε το μαντίλι στο κεφάλι της και βγήκε στον δρόμο.

Σουρούπωνε όταν έφυγε κι η γειτονιά μαζώχτηκε στα σπίτια της. Άναψα το φως κι άπλωσα τα τετράδιά μου στο τραπέζι να γράψω τα μαθήματά μου. Δεν πρόλαβα να πιάσω το μολύβι όταν άκουσα τα άηχα βήματά του να πλησιάζουν. Έτριξε η πόρτα του καθώς άνοιξε κι έκλεισε, το σώμα μου μαζεύτηκε ενώ τ' αυτιά μου τεντώθηκαν. Τίποτα, ησυχία.

Είχα τελειώσει τα γραψίματά μου, νύσταζα, αλλά δεν μπορούσα να χαλαρώσω, ήμουν σφιγμένη. Δεν ήξερα τι φοβόμουν απ' αυτόν, αλλά φοβόμουν. Κάποια στιγμή άκουσα ένα χαρχάλεμα στην πόρτα, δεν σκέφτηκα τη μάνα μου, αυτόνα σκέφτηκα. Ζούφωξα στη γωνιά μου, μάζωξα τα πόδια ως την κοιλιά, κατέβασα το φόρεμά μου ως τους αστραγάλους. Άκουσα τα βήματά του να γυρίζουν πίσω. Η καρδιά μου ταμπούρλο. Πέρασε ώρα, μισοζαλισμένη απ' τη νύστα είδα την πόρτα ν' ανοίγει κι αυτόν να πλησιάζει προς το μέρος μου. Η γλώσσα μου κολλημένη, το λαρύγγι στεγνό. Άφησε πάνω στο τραπέζι ένα πιάτο κι έφυγε πάλι ήσυχα νυχοπατώντας. Αφού ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, άπλωσα το χέρι στο πιάτο. Βρασμένα ζεστά κάστανα, φιστίκια κι ένα μανταρίνι το γέμιζαν. Έφαγα τα ζεστά κάστανα αργά αργά, ξεφλούδισα με τα δόντια τ' αλμυρά κικιρίκια αφήνοντας και για τη μάνα, ξεδίψασα με το μισό μανταρίνι με τ' αυτιά τεντωμένα.

Νύσταξα, κοιμήθηκα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο στο φως, αυτός όρθιος από πάνω μου. Τα μάτια του πρώτη φορά με κοίταζαν και τα 'βλεπα. Είχαν ένα γλυκό καστανό χρώμα, άχνιζαν από ζεστασιά σαν τα κάστανα που μου 'φερε ψες βράδυ. Του χαμογέλασα.

Σήκω να πας σκολειό, μου είπε και μου 'δειξε δυο φραντζολάκια με σαλάμι πάνω στο τραπέζι.Βγήκε πηγαίνοντας πίσω πίσω, μου χαμογελούσε.

Αφού έφαγα πήρα την πάνινη τσάντα μου, αλλά πριν φύγω άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιό του. Ήταν συμμαζεμένο, όχι καθαρό, απλώς τακτοποιημένο, πρώτη φορά έμπαινα μέσα, το κρεβάτι του με το λερωμένο πάπλωμα, χάμω σε μια γωνιά ένα καλάθι μ' ένα μπουκάλι λάδι, ζυμαρικά, μια κρεμάστρα με δυο πουκάμισα κι ένα παντελόνι περασμένη στο χερούλι του παραθυριού, στο τραπέζι δυο πιάτα, ένας τέντζερης, η κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός κοριτσιού εννιά δέκα χρονών με τα ίδια καστανά μάτια αυτουνού. Ένα καντηλάκι έκαιγε πλάι της.

Καθώς με είδε να την κοιτάζω, η κόρη μου, είπε. Σκοτώθηκε πριν ένα χρόνο μαζί με τη μάνα της. Έπεσε βόμβα στο σπίτι, ανατινάχτηκαν. Το χεράκι της κόπηκε απ' τον ώμο και πετάχτηκε σε μιαν αυλή. Το βρήκαν το μπρατσάκι της και μου το φέραν μετά μια ώρα. Το περάσαμε μέσα απ' το μανικάκι της για να τη θάψουμε. Έκλαιγε, κι έκλαιγα κι εγώ. Εκείνη την ώρα άνοιξ' η πόρτα κι όρμησε η μάνα μου έξαλλη. Αφού με τράνταξε για τα καλά, το στόμα μου μύριζε σαλάμι, αυτός σε τάισε; ούρλιαξε κι όρμησε πάνω του, τον έσουρε απ' τα μαλλιά, μάταια τσίριζα εγώ πως δεν με πείραξε, πως ήτανε καλός και λυπημένος, εκείνη τον έσουρε με τη γειτονιά ξοπίσω της, τον ξεμάλλιασαν, του σκίσανε τα ρούχα και το πρόσωπο. Ταυτόχρονα η νουνά μου με μια γειτόνισσα μ' άρπαξαν και με ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Να με παρηγορήσουν νόμιζα. Μα εκείνες μου σήκωσαν το φουστάνι, μ' άνοιξαν τα πόδια, μου κατέβασαν το εσώρουχο. Εντάξει είναι, δεν την πείραξε, φώναξαν της μάνας μου καθώς με είχαν γυρίσει ήδη μπρούμυτα. Δεν καταλάβαινα, αισθανόμουνα. Δεν ήταν ανθρώπινα δάχτυλα αυτά, ήταν νύχια αρπαχτικών που σκάλιζαν όχι το σώμα, την ψυχή μου, κι ακόμα πιο πολύ αισθανόμουν τις δικές τους ψυχές να έχουν βγει απ' το σώμα τους και να 'χουν μεταφερθεί πάνω σ' αυτά τα γαμψά νύχια. Κι αυτό που ένιωθα ήτανε τόσο απεχθές, τόσο βάρβαρο, τόσο σκοτεινό, σαν να με είχαν παραχώσει σ' ένα βόθρο και μου 'ριχναν τόνους ακαθαρσίες πάνω μου και δεν μπορούσα ν' ανασάνω. Το μόνο που κατάφερα είναι μόλις μ' άφησαν απ' τα χέρια τους να τους δώσω δυο δυνατές κλοτσιές στα μούτρα. Η μύτη της νουνάς μου μάτωσε, δεν είπε τίποτα.

Έφυγε χωρίς να πάρει τα πράγματά του, σαν δαρμένος σκύλος. Όρμησα στη μάνα μου, τη δάγκωνα, δεν μπορούσαν να με ξεκολλήσουν από πάνω της.

Κάποτε βρήκα το κουράγιο και του έπλυνα το πάπλωμα. Μπροστά της. Πήγε να με βοηθήσει, της τ' άρπαξα απ' τα χέρια. Δεν μίλησε. Μαζί με τη Βάσω του το πήγαμε εκεί που είχε το καρότσι του. Πήρε το πάπλωμα, το μύρισε, μας κοίταξε γλυκά και γλίστρησε το χέρι του στο μπράτσο της Βάσως καθυστερώντας αρκετά στα δικά μου μαλλιά.

Όχι, ποτέ δεν κατέβασα τη μασιά πάνω στη μάνα μου. Ήθελα να το κάνω. Το φανταζόμουνα. Το σχεδίαζα κάθε βράδυ και έσπαζε ο θυμός μου πάνω στην κίνηση του χεριού μου. Καθώς κατέβαινε η μασιά και τσίρωνε το πρόσωπό της, μαζευόταν ζαρωμένο το δέρμα της, μάζευε κι ο θυμός μου, γινόταν ένα μόρφωμα εκτρωματικό, σταματημένο μόνιμα εκεί, στο διάφραγμά μου. Η αναπνοή μου ήταν αναγκασμένη να σκαλώνει πάνω του, να διασχίζει αυτή τη σκοτεινή αυλή, ως να βγει ξεγδαρμένη, μολυσμένη, πού;

Για χρόνια της μιλούσα ελάχιστα. Άπλωνε το χέρι της να μ' αγγίξει κι εγώ τραβιόμουνα. Έβλεπα το αόρατο σημάδι της μασιάς πάνω στο πρόσωπό της και το περίεργο είναι πως το 'βλεπε και κείνη, γιατί κάθε τόσο σήκωνε το χέρι κι άγγιζε την πληγή.


Από τη συλλογή διηγημάτων Άγριο βελούδο (2008)



________________

ΠΗΓΕΣ: 

α) Για το διήγημα: Κουγιουμτζή Μαρία, Άγριο βελούδο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008.
β) Για την εικόνα του εξωφύλλου: Καστανιώτης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

α) Για τη συλλογή αυτή διηγημάτων η Μαρία Κουγιουμτζή βραβεύτηκε με το Βραβείο Διηγήματος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω
β) Για τη συγγραφέα δείτε Translatum.
γ) Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη της συγγραφέως στην εφημερίδα Τα Νέα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: