Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Εξομολόγηση

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Νύχτες πολλές λαχταρούσα να σου γράψω. Αισθήματα, ναυάγια καθημερινά, θα έμεναν χωρίς δικαίωση αν κάποιος δεν ερχόταν να τα καταγράψει. Έχεις τα ποιήματα, μου λέγανε. Όμως κι αυτά μένουν αδιάφορα, περιφρονούν την ομορφιά που τα γέννησε. Αντανακλούν τον κόσμο του ποιητή κι όχι τον εμπνευστή - αυτός πεθαίνει. Ύστερα, με τα ποιήματα, δε σταματά ποτέ η χλεύη κι η κατάκριση κι ο διασυρμός. Πώς επιτέλους θα προστατευτούμε; Κάνοντας ίσως σύστημα ζωής να διαπομπεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό στα μάτια εκεινού που αγαπούμε. Μες στο αργό αυτό ξετύλιγμα της ψυχής μας υπάρχει ένας θρίαμβος ατομικός που κανένας δε φαίνεται να τον καταλαβαίνει.


Πότε σε γνώρισα... Αργός ερχομός που επισκευάζει τα παλιά χαλάσματα, ώρες χαμένες στα καφενεία ή σεργιανίζοντας τη θάλασσα κάθε πρωί. Τίποτα πια δε θα μ' αλλάξει, έλεγα, κι έβλεπα γύρω μου φιλήδονους αστούς, πόστα και ρεβεράντζες και κουρσάκια ιδιωτικά, μπασκετμπωλίστες φιλοχρήματους, κι εγώ μόνος μου κι έκθετος σα μια κηλίδα ανεξίτηλη πάνω στην πόλη. Κι όταν πήρα την όψιμη απόφαση να φύγω στη Γαλλία ή στο Αλγέρι για σπουδές, ήταν απόγνωση στο βάθος - ανώνυμος στιχοποιός και πάροικος να δοκιμάσω έναν καινούριο τρόπο σωτηρίας.

Ποιος σε περίμενε... Όχι το βράδυ εκείνο μέσα στα φώτα, στη βραδινή εξάτμιση της θάλασσας. Κι όμως, πώς σε κατάλαβα να έρχεσαι, δροσιά καλοκαιριάτικη σαν τα προάστια που απλώνονται στις παρυφές των βουνών μόλις πέφτει το βράδυ.

Κι ήρθε η στιγμή. Ριπή των ματιών που διασταυρώνονται μετέωρα και που θα πει είσαι συ κι όχι άλλος. Εσύ ο αναμενόμενος που ανατρέπεις μέσα μου την τάξη του κόσμου. Είσαι η νέα οργάνωση με το διαβήτη της καρδιάς, ό,τι ονειρεύτηκα παράφορα περνώντας σαν έπιπλο από χέρι σε χέρι. Μα όταν σε λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε κι εσύ βημάτιζες αργά κι ανέβαινες, κι εγώ καθυστερούσα και λαχάνιαζα, κι όλα προετοίμαζαν το χωρισμό, τότε συνήλθα και είπα, παραιτήσου ψυχή μου. Εμείς που είμαστε οι πιο κατάλληλοι, είμαστε οι καταγέλαστοι του κόσμου αυτού. Διψάμε ο ένας τον άλλο τόσο αλλόφρονα που μόνο μες στην απάρνηση θα ολοκληρωθούμε.

Δέκα μέρες μετά, ανταμωθήκαμε στα έρημα ακρογιάλια της Χαλκιδικής. Αργά το απόγευμα είχαμε αφήσει πίσω το χωριό και προχωρούσαμε προσεχτικά πάνω στην άμμο. Η μέρα ήταν ζεστή μα φύσαγε. Κι εμείς γυρεύαμε μιαν αμμουδιά για να περάσουμε τη νύχτα.

Τώρα μπορούσα να σε δω πιο καθαρά καθώς λιγόστευε το φως. Βασιλεμένη ομορφιά μες στα νερά της θάλασσας, με καθαρότητα πουλιού, βημάτιζες αργά, αδιάφορος κι αμίλητος, ανύποπτος στην αγωνία μου που άρχιζε, σχεδόν σκληρός, κι έφεγγες αποχτώντας έτσι διαφάνεια. Κι όταν στρατοπεδεύσαμε καθώς σουρούπωνε και ψάρευες ακόμα μοναχός, κι οι θόρυβοι των άλλων πέσανε στην άπνοια που ακολούθησε μετά κι ύστερα έπεσες κι εσύ κι απομακρύνθηκες κι έβλεπα τα μαλλιά σου να πλέουνε στη θάλασσα, τότε γαλήνεψα περιμένοντας το κακό.

Κι ήρθε το άλλο πρωί. Ώρες που κύλησαν μονόχνωτα χαζεύοντας τη βάρκα που σας πήρε για το ψάρεμα, μαύρη κηλίδα απλωμένη στον ήλιο. Και σεργιανούσα τις πένθιμες λουρίδες του νερού που ανοίγονταν στο πέλαγο όταν φτάσαν οι ξένοι.

Ήρθαν πολλοί. Σιγά σιγά μαυρίζανε σαν έντομα την περιοχή, λερώνανε παντού, σήκωναν σκόνη. Ασχημονούσαν και φωνάζανε ανάρμοστα κι οι πιο θρασείς φτάσανε στο τραπέζι μας και μας ζητούσανε να φύγουμε γιατί θα τους χαλνούσαμε, λέει, το κέφι. Καθώς η κατακραυγή έγινε γενική κι εμείς ξεφεύγαμε κυνηγημένοι ως το χωριό, σου είπα καθώς επέστρεφες στη θάλασσα: Αυτοί είναι η ρίζα του κακού. Βάναυσοι, ανίκανοι για ομορφιά, ηθικολόγοι. Τότε αντιμίλησες κοφτά κι η φωνή σου είχε μιάν αλλοίωση απερίγραπτη: Χωρίς αυτούς θα υποφέραμε χειρότερα. Το δικό μας κορμί θα μας φάει στο τέλος, να είσαι σίγουρος. Τι σου φταίνε οι άλλοι.

Ατέλειωτο απομεσήμερο στον ίσκιο ενός δέντρου δροσερού. Η επιθυμία μού έφερνε ζάλη. Κατέρρεα σιγά σιγά, δεν είχα τίποτε πια να σου πω, κι όμως πώς λαχταρούσα να εξομολογηθώ κι ύστερα να ζητήσω τη συγνώμη σου, που η σκέψη μου σε σπίλωνε, και το χειρότερο, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι όταν ο ήλιος πνίγηκε στα σύννεφα κι η μπόρα φαίνονταν να έρχεται ακάθεκτη κι ο άνεμος μου 'σφιγγε τη φωνή, μέσα μου γρύλιζα, ας έρθει.

Κι η κρίση ήρθε. Εκεί, μες στο λεωφορείο της επιστροφής, στο μέσα κάθισμα, πίσω απ' το τζάμι. Ένα μούδιασμα των χεριών και το πρόσωπο γέμισε δάκρυα χωρίς ούτε μια σύσπαση να το χαράξει. Οι επιθυμίες είχανε πια εξατμιστεί - η απόγνωση κι ο πανικός πως όλα τέλειωναν μου προκαλούσαν έναν πόνο φριχτό στο στομάχι. Σε ξέρω καλύτερα απ' τη μητέρα, το κορίτσι σου. Σε νιώθω περισσότερο απ' αυτούς κι ούτε κουβέντα δε θα μπορέσω ποτέ μαζί σου να στήσω. Μη βγάζεις άχνα, λέξη. Θα προσπεράσεις, ψυχή μου περήφανη, ακατάδεχτη, θα προσπεράσεις, είπα σιγά.

Δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μέρες που μ' ακολούθησαν χωρίς σκοπό, μέρες ολόιδιες που μ' έτρωγαν στα ίδια μέρη. Δρόμοι της πόλης που περάσαμε μαζί, πόλη ζεστή, ανάλγητη, κι εσύ παντού μα πουθενά κι ο χρόνος μου περίσσευε κι εγώ ζητούσα απεγνωσμένα έστω μια λεπτομέρειά σου να με κρατήσει.

Δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Νύχτα του Αυγούστου πνιγερή που επιβιβάστηκα στον Πειραιά φεύγοντας για τη Μασσαλία. Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Απ' το κατάστρωμα άκουγα τα μοτέρ της μηχανής, η αποβάθρα ήταν έρημη και το λιμάνι άχνιζε στο κάρβουνο και στη λίγδα.

Και ξάφνου, μες στις μαούνες και τους γερανούς, ήρθε στ' αυτιά μου μια μουσική γλυκιά απ' την Αθήνα. Τα γόνατά μου λύνονταν καθώς χιλιάδες φώτα άναψανε με μιάς κι οι δρόμοι ανοίγανε στη θάλασσα κι αρχίνησε μιά ατέλειωτη πομπή κι οι πόρτες των σπιτιών με καλωσόριζαν κι η άσφαλτος με δρόσιζε, εμένα, το μετανάστη κάποιας άλλης εποχής που έφαγε τα χρόνια του μες στην παρανομία.

Και σε είδα τότε για στερνή φορά πάνω στα κράσπεδα του δρόμου που ανηφόριζε, σχεδόν τυφλό απ' τους προβολείς, κι είχες μεθύσει απ' την οχλαβοή κι έτρεχες να προλάβεις για να μου μιλήσεις. Κι η ομορφιά σου είχε το άρωμα της εποχής που σε γαλούχησε, ένα άρωμα γλυκόπικρο αυτού που ζήσαμε με ό,τι έρχεται ή ετοιμάζεται νά 'ρθει. Κι η γεύση αυτής της διάρκειας μού 'δινε μιαν απερίγραπτη χαρά και με μαλάκωνε κι ο πόνος μου γλυκαίνονταν καθώς σκεφτόμουνα πως ήρθε επιτέλους η εποχή να τα πούμε.

Κι είπα, καρδιά μου, κράτησε όσο μπορείς πιο ζωντανό κι ανάγλυφο τον άνθρωπο και τη φωνή. Μέσα στ' αυλάκι του καιρού ας δέσει ο σπόρος του. Άλλοι θα γεύονται τον καρπό. Για μας, η νύχτα είναι καλή, θα καταπιεί όσα τραβούμε.

(Αντιγραφή από το ιστολόγιο Άσματα και μιάσματα)



Ευχαριστώ θερμά τον Αντώνη Μποσκοΐτη, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μου δώσει την άδεια της αναδημοσίευσης. 



3 σχόλια:

Vicky Papaprodromou είπε...

Ευχαριστούμε κι εμείς με τη σειρά μας και τον Αντώνη Μποσκοΐτη κι εσένα.

Υπατία η Αλεξανδρινή είπε...

Καλή σου μέρα, Νερένια
Εγώ θα σ' ευχαριστήσω διπλά, γιατί με βοήθησες να ξαναβρώ ένα παλιό, αγαπημένο μου μαθητή!!!

Ελένη Μπέη είπε...

Καλημέρα, Υπατία.

Κι εγώ χάρηκα λίγο πριν που είδα τη συνέχεια της κουβέντας στου Αντώνη. Να που μας επιφυλάσσει και ιδιαίτερα ευχάριστες εκπλήξεις αυτό το διαδικτυακό αλισβερίσι.

Είναι όμορφο να (ξαν)ανταμώνουν μετά από χρόνια δάσκαλοι και μαθητές, πολύ περισσότερο αν υπήρχε και δέσιμο μεταξύ τους. Χάρηκα. Χάρηκα πολύ.